Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Μόνη μας πατρίδα τα παιδικά μας χρόνια

Οι ατελείωτες ώρες που έτρεχα ξυπόλητος στους δρόμους
μετά το σχολείο, σε μια φτωχογειτονιά στο Περιστέρι, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70’, λίγο μετά την «αποκατάσταση της δημοκρατίας». Ούτε τα σπασμένα γυαλιά, ούτε τα πετραδάκια, που κάθε τόσο πατούσαμε, δεν κατάφερναν να μας βάλουν μυαλό. Εμείς εκεί, συνειδητοποιημένα αλητάκια του δρόμου, χωρίς να λογάμε κανένα φόβο.
Η φωνή της μάνας μου, που έβγαινε στο πίσω μπαλκόνι, όταν έπεφτε το σκοτάδι και φώναζε δυνατά το όνομα το δικό μου και του αδελφού μου για να μαζευτούμε, επιτέλους, στο σπίτι. Τάχατες εμείς δεν την ακούγαμε.. Τότε ξεκινούσε τις απειλές, αφού δεν παίρναμε, με το καλό. «Δεν θα σας πιάσω στα χέρια μου, θα σας πιάσω. Τότε να δείτε». Καμιά φορά όταν το παρατραβούσαμε, έκοβε μια βίτσα, από ένα δέντρο και έβγαινε παγανιά στους δρόμους, για να μας γυρίσει πίσω σηκωτούς. Πότε με μαλαγανιές και πότε με κλάματα την φέρναμε με το μέρος μας. Μέχρι που την καταφέρναμε να μας πάρει παγωτό, καμιά φορά, στη διαδρομή για το σπίτι. Μετά που ήταν μπροστά ο πατέρας μου ξαναέκανε την άγρια για να μη φαινόταν ότι μας είχε χαριστεί, για ακόμα μια φορά...
Οι τσίχλες που με περισσή μαεστρία έβαζα στη τσέπη, κάθε φορά που με έστελνε ο πατέρας μου με έστελνε στο, μοναδικό ψιλικατζίδικο της περιοχής, για να του πάρω την «Απογευματινή». Μόλις έκανε ο Κυρ Κώστας να γυρίσει, για να μου δώσει την εφημερίδα, γινόμουν κατά δέκα τσίχλες πλουσιότερος.
Η μπάλα, που παίζαμε με τις ώρες στις αλάνες, που βρισκόταν παντού διάσπαρτες ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια της περιοχής. Τότε ήταν που μου κόλλησε η ιδέα να γίνω τερματοφύλακας. Να παίξω στην εθνική Ελλάδος, μια μέρα. Να γίνω κάποιος. Τελικά η εθνική τα κατάφερε, (έστω και χωρίς εμένα) να πάρει ένα πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, κάποιες δεκαετίες αργότερα.
Το πρώτο μου φιλί, ή μάλλον η πρώτη μου απόπειρα να φιλήσω κορίτσι, κάπου στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Όλγα την έλεγαν… Ήθελα να πάω να τη ζητήσω από τους δικούς της, μόνο που αυτή δεν γύριζε, καν, να με κοιτάξει. Μια μέρα, δεν ξέρω που βρήκα τόσο θάρρος, πέρναγε από μπροστά μου, σε ένα διάλλειμα και δεν κρατήθηκα. Στο άσχετο τελείως σκύβω και τις δίνω ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. Κοκκίνισε το κορίτσι, άλλα και εγώ κατακόκκινος, από ντροπή ήμουν. Το σκαμπίλι ακόμα σαν να αντηχεί στα μάγουλα μου, ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, κάπου 30 χρόνια μετά. Αχ, μωρέ Όλγα, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση… Είχες και εσύ όμως ένα χέρι.. Ίσως, αν μου είχε κόψει να σου δώσω πρώτα μια μαργαρίτα, από αυτές που φύτρωναν, έξω από το σχολείο, να το είχες πάρει αλλιώς. Καλή σου ώρα, όπου κι αν βρίσκεσαι…
Μέσα σ’ όλα ήταν κι οι κλοπές. Κατ’ εξακολούθηση, μάλιστα από το, πάντοτε φορτωμένο, κομπόδεμα του αδερφού μου. Αυτός ξαλάφρωνε τις τσέπες του πατέρα μου και εγώ ξαλάφρωνα αυτόν. Ποτέ δεν του τα έπαιρνα όλα. Μονάχα όσα χρειαζόμουν, για να ξαμοληθώ μέχρι το ψιλικατζίδικο, για τα στοιχειώδη της μέρας. Κάποια στιγμή με έπιασε την ώρα της «δουλειάς». Πρέπει να πλακωνόμαστε, για παραπάνω από μισή ώρα. Γύρισε ο πατέρας μου και μόλις μας είδε αναμαλλιασμένους και με εμφανή τα σημάδια της μάχης, έριξε ένα γερό χέρι και στους δύο μας, «για να γίνουμε άνθρωποι»…
Μη ξεχάσω να σας πω για το πρώτο μου ποδήλατο. Ήμουν δεν ήμουν 7 χρονών. Μια μέρα, θέλοντας να δείξω στη μάνα μου ότι έγινα άντρας, της φώναξα: Κοίτα μαμάααααα! Και πήγα να περάσω πετώντας τα τέσσερα σκαλοπάτια που έβγαζαν από την κουζίνα στην αυλή. Όση φόρα κι αν πήρα δεν κατάφερα να κάνω το ποδήλατο αεροπλάνο. Εκείνη δεν πρόλαβε να με σταματήσει κι έσκασα μπροστά της με το κεφάλι. Με τα αίματα να τρέχουν με πήρε και βγήκε στο δρόμο, φωνάζοντας «βοήθεια» στους σαστισμένους γειτόνους. Το ποδήλατο κλειδώθηκε στην αποθήκη, για πολύ καιρό και σκαρφάλωνα από ένα μικρό παραθυράκι για να το δώ. Για να το ακουμπήσω, ούτε λόγος, αν, πρώτα, δεν έβαζα μυαλό.
Μοναδική μου πατρίδα, όλα αυτά… Χωρίς σημαίες και εθνικές ανατάσεις. Μονάχα καθαρά βλέμματα ανθρώπων, που δεν είχαν κάνει ακόμα κτήμα τους την πονηριά…

Mάρτης 2013

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου